δουλεύω

δουλεύω
δουλ-εύω, ([etym.] δοῦλος)
A to be a slave, Hdt.2.56, And.1.138, Pl.Lg. 777d, etc.;

παρά τινι D.18.129

: c. acc. cogn.,

δουλείαν δ. X.Mem.3.12.2

, Pl.Smp.183a, al.
2 serve, be subject,

τό τ' ἄρχειν καὶ τὸ δ. δίχα A.Pr.927

, etc.; δ. ζεύγλαις ib.463;

τοῖς ἄρχουσι καὶ τοῖς νόμοις Pl.Lg.698b

;

ἡδονῇ Id.Phdr.238e

, etc.; δ. γαστρί, ὕπνῳ, λαγνείᾳ, X. Mem.1.6.8; κεναῖς δόξαις Polystr.p.29 W.; τῇ γῇ δ. make oneself a slave to one's land, i. e. give up rights that one may keep it, Th.1.81; so

δ. τῇ κτήσει αὐτοῦ Pl.R.494d

;

δουλεύομεν δόξαισιν Philem.93.8

; δ. τῷ καιρῷ accommodate oneself to the occasion, AP9.441 (Pall.);

θυμῷ Hdn.1.17.6

.
3 render a service,

τινά PLond.5.1727.11

(vi A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • δουλεύω — to be a slave pres subj act 1st sg δουλεύω to be a slave pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεύω — δουλεύω, δούλεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δουλεύω — (AM δουλεύω) [δούλος] 1. είμαι δούλος, υπηρέτης 2. είμαι υπόδουλος, υποταγμένος 3. εργάζομαι σωματικά ή πνευματικά για να κερδίσω τα αναγκαία για τη ζωή 4. προσφέρω υπηρεσία, υπηρετώ («την πατρίδα σου να δουλέψης», Ψυχάρης) μσν. νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • δουλεύω — δούλεψα, δουλεύτηκα, δουλεμένος 1. εργάζομαι: Δουλεύει σ’ ένα εργοστάσιο. 2. λειτουργώ: Το ψυγείο δε δουλεύει. 3. προσφέρω τις υπηρεσίες μου: Στην Κατοχή δούλευε για τους Γερμανούς. 4. κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι κάτι: Δουλεύει το μάρμαρο και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεροδουλεύω — δουλεύω ως ημερομίσθιος εργάτης, δουλεύω με μεροκάματο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέρα + δουλεύω] …   Dictionary of Greek

  • δουλεύετε — δουλεύω to be a slave pres imperat act 2nd pl δουλεύω to be a slave pres ind act 2nd pl δουλεύω to be a slave imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεύσουσι — δουλεύω to be a slave aor subj act 3rd pl (epic) δουλεύω to be a slave fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δουλεύω to be a slave fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεύσουσιν — δουλεύω to be a slave aor subj act 3rd pl (epic) δουλεύω to be a slave fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δουλεύω to be a slave fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεύσω — δουλεύω to be a slave aor subj act 1st sg δουλεύω to be a slave fut ind act 1st sg δουλεύω to be a slave aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλεύῃ — δουλεύω to be a slave pres subj mp 2nd sg δουλεύω to be a slave pres ind mp 2nd sg δουλεύω to be a slave pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδουλευκότα — δουλεύω to be a slave perf part act neut nom/voc/acc pl δουλεύω to be a slave perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”